-
1 καθαριότητα
[катариотита] ουσ. Θ. чистотаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθαριότητα
-
2 чистота
чистот||аж1. (отсутствие грязи) ἡ καθαριότητα [-ης], ἡ καθαρότητα:\чистота помещения ἡ καθαριότητα τής αίθουσας· соблюдайте \чистотау́ νά σέβεστε τήν καθαριότητα·2. (отсутствие примеси) ἡ ἀγνό-τητα [-ης], ἡ καθαρότητα, ἡ γνησιότη-τα [-ης]:\чистота красок ἡ καθαρότητα τῶν χρωμάτων3. (ясность, правильность) ἡ καθαρότητα:\чистота зву́ка ἡ καθαρότητα τοῦ ήχου·4. перен ἡ ἀγνότητα [-ης], ἡ καθαρότης:нравственная \чистота ἡ ἡθική ἀγνότητα. -
3 соблюдать
соблюдать τηρώ· \соблюдать чистоту διατηρώ την καθαριότητα* \соблюдать дисциплину τηρώ την πειαρχία* * *соблюда́ть чистоту́ — διατηρώ την καθαριότητα
соблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
-
4 чистота
-
5 нечистота
-ы θ.1. μη καθαριότητα, βρω μιά•в доме нечистота στο σπίτι δεν υπάρχει καθαριότητα.
2. ανηθικότητα, ατιμία, προστυχιά.3. πλθ. -оты ακαθαρσίες, βρωμιά, σκουπίδια. -
6 уборка
-и θ.1. καθαριότητα, συγύρισμα, ευτρεπισμός•генеральная уборка γενική καθαριότητα.
2. συγκομιδή, μάζεμα•уборка урожая συγκομιδή της σοδειάς.
-
7 чистота
-ы θ.1. καθαριότητα, πάστρα•помещения η καθαριότητα του χώρου.
2. καθαρότητα, ευκρίνεια, διαύγεια•чистота произношения η καθαρότητα της προφοράς.
3. επιμέλεια•обработки детали η επιμέλεια επεξεργασίας εξαρτήματος.
4. το αμιγές, το ανόθευτο•золота η καθαρότητα του χρυσού.
5. διαύγεια.6. μτφ. αγνότητα, χρηστότητα, τιμιότητα•чистота души η αγνότητα της ψυχής.
|| παρθενικότητα. -
8 санитария
η υγιεινή, η καθαριότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > санитария
-
9 дочиста
дочистанареч1. ὡς πού νά λάμψει ἀπό καθαριότητα:вымыть \дочиста πλύνω καλά, πλύνω ὡς πού νά καθαρίσει καλά·2. (полностью) ἐντελώς, ὁλοκληρωτικά, πλήρως:обокрасть кого-л, \дочиста ἀφήνω κάποιον θεόγυμνο, κατακλεβω. -
10 опрятность
опрятн||остьж ἡ καθαριότητα [-ης]. -
11 уборка
уборк||аж1. (помещения и т. п.) τό καθάρισμα, τό συγύρισμα:генеральная \уборка ἡ γενική καθαριότητα· сделать \уборкау συγυρίζω, συμμαζεύω·2. с.-х. ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα:\уборка урожая ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα τής σοδειάς. -
12 опрятность
[απργιάτναστ*] ουσ. θ. καθαριότητα -
13 чистота
[τσιστατά] ουσ. θ. καθαριότητα -
14 опрятность
[απργιάτναστ'] ουσ θ καθαριότητα -
15 чистота
[τσιστατά] ουσ θ καθαριότητα -
16 генеральный
επ.γενικός•генеральный секретарь γενικός γραμματέας•
-ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος•
-ая уборка γενική καθαριότητα•
генеральный план γενικό πλάνο•
генеральный консул γενικός πρόξενος•
-ая стачка γενική απεργία•
генеральный штаб γενικό επιτελείο•
-ая репетиция γενική πρόβα.
-
17 драить
драю, драишь, ρ.δ.μ. (ναυτ.) καθαρίζω καλά, γυαλίζω, κάνω ν' αστράφτει από την καθαριότητα. -
18 залог
залог 1-а α.1. εγγύηση•залог мира εγγύηση ειρήνης•
чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•
освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.
2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•отдать в залог βάζω υποθήκη.
|| καπάρος, προκαταβολή.3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•залог дружбы δείγμα φιλίας.
залог 2-а α.(γραμμ.) διάθεση•действительный залог ενεργητική διάθεση•
возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•
страдательный залог παθητική διάθεση.
залог 3-а α.(διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. -
19 опрятность
-и θ.καθαριότητα, πάστρα. -
20 сверкать
ρ.σ.1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•
бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.
|| εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.
5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.εκφρ.только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
καθαριότητα — η ιδιότητα του καθάριου, παστρικάδα: Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαριότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
άγκλισμα — και άγλισμα, το 1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά 2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.) 3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ … Dictionary of Greek
αλερωσιά — η [αλέρωτος] 1. καθαριότητα, πάστρα 2. ηθική αγνότητα, το άσπιλο … Dictionary of Greek
ανιπτόπους — ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, ουν) αυτός που έχει άπλυτα πόδια (νεοελλ. μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι … Dictionary of Greek